H Γκαλερί Ζουμπουλάκη παρουσιάζει Μια εκδοχή του έργου που παρουσίασε ο Νίκος Αλεξίου το 2005-2006 στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στην Αλεξάνδρεια, παράλληλα με την 23η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας.
Τον σχεδιασμό και την επίβλεψη της έκθεσης επιμελείται η αδερφή του καλλιτέχνη, Πόπη Αλεξίου. Το θεωρητικό κείμενο που θα συνοδεύει την έκθεση, υπογράφει ο Ιστορικός Τέχνης, Χριστόφορος Μαρίνος.
«Η εγκατάσταση στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, όπως και εκείνη της Αλεξάνδρειας, αποτελείται από ένα σύμπλεγμα αιωρούμενων έργων. Φτιαγμένα από κομμένα χαρτιά, κόλλα, σπάγκο, κλωστή, νήμα βιβλιοδεσίας και καλάμια, τα έργα σχηματίζουν αφαιρετικά γεωμετρικά μοτίβα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ονομασία αυτών των άτιτλων χειροτεχνημάτων προκύπτει από τα βασικά μορφολογικά τους γνωρίσματα. Συγκεκριμένα, η εγκατάσταση περιλαμβάνει δύο «ψηφιδωτά σε χαρτί» τα οποία ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε από τις τακτικές επισκέψεις του στην Ιερά Μονή Ιβήρων, μία κόκκινη και μία μαύρη «κουρτίνα», τέσσερις «κύκλους», δύο «λωρίδες», δύο «σπάγκους», μία πολύχρωμη «βροχή» από χαρτί και διάφορα δαντελωτά «πλέγματα» (grids), ένα μεγάλο και επτά μικρότερα. Παρότι αυτοτελή και αυθύπαρκτα, τα διάτρητα έργα διαπλέκονται αρμονικά μεταξύ τους δίνοντας την εντύπωση ενός ενιαίου συνόλου που έχει εμφανώς τον χαρακτήρα εγκατάστασης. Επιπλέον, διαθέτοντας το στοιχείο της ενδεχόμενης κίνησης, έστω αδιόρατης, που προκαλεί η παρουσία των θεατών στον χώρο αλλά και η ψευδαισθητική κίνηση των γεωμετρικών μοτίβων, τα αιθέρια έργα συνθέτουν μια συνεχώς μεταβαλλόμενη και ζωντανή (animated) εικόνα. Αυτός ο διαρκής μετασχηματισμός, όπου τίποτε δεν παραμένει στατικό και όλα είναι σε κατάσταση ρευστότητας –τόσο μορφολογικά όσο και νοηματικά–, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της καλλιτεχνικής πρακτικής του Αλεξίου.
Ο Νίκος Αλεξίου (1960-2011) επέλεξε τη φράση “Angel Rolling up the Heavens” για να τιτλοφορήσει τη συμμετοχή του στην 23η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 2005. «Ήταν ένας ποιητικός τίτλος για να εξηγήσω τη διαδικασία», δήλωσε ο ίδιος αργότερα, τονίζοντας τη σημασία της ανακύκλωσης των υλικών και τον καθαρά βιωματικό τρόπο με τον οποίο κατανοούσε τις εικόνες. Και διευκρίνιζε: «Ας πούμε, τον τίτλο Angel Rolling up the Heavens τον δανείστηκα από μια πολύ ωραία έκδοση για τη Μονή της Χώρας [προφανώς αναφέρεται στο βιβλίο Chora: The Scroll of Heaven], όπου πάνω από τη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας είναι ένας άγγελος που κρατά ψηλά στα χέρια του το σύμπαν σαν ρολό, σ’ έναν πάπυρο. Αυτή η εικόνα μού ταίριαζε στη δικιά μου διαδικασία, ότι τίποτε δεν πετάω, από το ένα έργο περνάω στο άλλο, δηλαδή το μέρος γίνεται όλον και το όλον ξαναγίνεται μέρος».
Υιοθετώντας αυτόν τον εξόχως ποιητικό τίτλο, που βρίθει από συμβολισμούς και διεγείρει τη φαντασία, ο Αλεξίου δήλωνε πίστη στις αναδιπλώσεις του χρόνου. Για την ακρίβεια, η εικόνα που περιγράφει ο τίτλος “Angel Rolling up the Heavens” δεν εξηγεί απλώς το ομώνυμο έργο, αλλά μας παροτρύνει να προσεγγίσουμε (και μας βοηθά εν τέλει να κατανοήσουμε καλύτερα) την καλλιτεχνική παραγωγή του Αλεξίου μέσα από την κρίσιμη έννοια της χρονικότητας. Μια τέτοια προσέγγιση είναι ικανή να νοηματοδοτήσει και την τωρινή του έκθεση, η οποία συνδιαλέγεται με μια παρεμφερούς ύφους εγκατάσταση που είχε εκτεθεί στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στην Αλεξάνδρεια»*.
*Από το κείμενο του Χ.Μ.
Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα:
Ο Νίκος Αλεξίου γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1960. Σπούδασε πρώτα στην Akademie der Bildenden Künste της Βιέννης (1982-1983) και μετά στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, στο εργαστήριο χαρακτικής του Κ. Γραμματόπουλου. Η πρώτη ατομική του έκθεση (1985, Δεσμός) με συνθέσεις από φυσικά υλικά (πέτρα, ξύλο, λάσπη κ.λπ.) ήταν αποτέλεσμα των αναζητήσεών του γύρω από τις πρωταρχικές ανθρώπινες κατασκευές. Καθώς η δουλειά του εξελίσσεται, το ενδιαφέρον του στρέφεται προς τα φυσικά φαινόμενα, κυρίως προς την κίνηση και τις αντανακλάσεις του φωτός, την ανάλυση των φωτεινών ακτίνων και την προβολή των ιριδισμών πάνω σε διάφορες επιφάνειες ή στο νερό. Δημιουργεί εγκαταστάσεις με δαντελωτές γεωμετρικές κατασκευές από καλάμι ή από χαρτί σε ποικίλες διαστάσεις, που κτίζουν ρευστούς και ποιητικούς χώρους, συχνά με συμβολικές προεκτάσεις. Η τέχνη του εμπεριέχει αναφορές στην παράδοση ή στο ιστορικό παρελθόν, με μια εντυπωσιακή ποικιλία μέσων, από τις εύθραυστες χειροτεχνικές κατασκευές μέχρι την προηγμένη τεχνολογία.
Από το 2003 ασχολήθηκε επισταμένα με θέματα και μοτίβα από την Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, την οποία επισκεπτόταν συχνά. Κατόρθωσε να εκφράσει το μυστικιστικό στοιχείο και τον πλούτο της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής με πολυσύνθετα μέσα, αλλά και με μια διάθεση στοχασμού και περισυλλογής.
Εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 23η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (2005), καθώς και στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας (2007), με το πολυσυζητημένο έργο του The End, μια μεγάλη εγκατάσταση εμπνευσμένη από το ψηφιδωτό δάπεδο του Καθολικού της Μονής Ιβήρων. Μια περιληπτική εκδοχή του έργου, με ψηφιακά επεξεργασμένες αποτυπώσεις του ίδιου ψηφιδωτού, εκτέθηκε παράλληλα στην Αθήνα (Γκαλερί Ζουμπουλάκη, 2007) και στο Μόναχο (FRANÇOISE HEITSCH / GALLERY FOR CONTEMPORARY ART, 2007). Με ανάλογο τρόπο, σε ψηφιακές εκτυπώσεις μεγάλων διαστάσεων, παρουσιάστηκε και ο χώρος της Πλατείας και της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, (Γκαλερί Ζουμπουλάκη 2010), σαν δεύτερη φάση της ίδιας πορείας.
Παράλληλα με την εικαστική του δουλειά, σκηνογράφησε πλήθος θεατρικών παραστάσεων, κυρίως στην Ελλάδα. Συνεργάστηκε με τη χοροθεατρική «Ομάδα Εδάφους» του Δημήτρη Παπαϊωάννου και με πολλούς σημαντικούς θιάσους. Υπήρξε επίσης συλλέκτης έργων σύγχρονης τέχνης.
Μέχρι τον πρόωρο θάνατό του (Αθήνα, 2011), είχε παρουσιάσει το έργο του σε πάνω από 15 ατομικές εκθέσεις και σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.